- κρόταφος
- Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του.
κροταφική αρτηρίτιδα. Φλεγμονώδης νόσος, η οποία μπορεί να προσβάλλει τις μεσαίες και μεγάλου εύρους αρτηρίες κάθε σημείου του σώματος, αλλά πιο συχνά βλάπτει τις κροταφικές αρτηρίες. Σπάνια προσβάλλει άτομα ηλικίας μικρότερης των 50 ετών, ενώ η συχνότητα προσβολής αυξάνει με την ηλικία. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Εκδηλώνεται κλινικά με έντονη κεφαλαλγία, υπερβολική ευαισθησία στις αρτηρίες του κ., χαμηλό πυρετό, ανορεξία και αδυναμία. Δημιουργούνται φλεγμονές σε τμήματα των αρτηριών, πάχυνση του αρτηριακού τοιχώματος και στένωση του αυλού. Αν προσβληθεί η οφθαλμική αρτηρία που τροφοδοτεί τον οφθαλμό με αίμα, μπορεί να αποφραχθεί και να προξενήσει μόνιμη τύφλωση. Απαιτείται άμεση θεραπεία μετά τη διάγνωση με μεγάλες δόσεις κορτικοστεροειδών φαρμάκων.
κροταφικό οστό. Οστό της κατώτερης και πλάγιας περιοχής του κρανίου. Βρίσκεται μεταξύ του σφηνοειδούς, του βρεγματικού και του ινιακού οστού. Αποτελείται από τρία αυτοτελή τεμάχια: τη λεπιδοειδή μοίρα του κροταφικού, το τυμπανικό οστό και το λιθοειδές οστό. Η λεπιδοειδής μοίρα σχηματίζει τον σκελετό του κ. και εμφανίζει στην εξωτερική επιφάνειά της τη λεγόμενη ζυγωματική απόφυση. Κάτω από αυτή βρίσκεται η κροταφική γλήνη, που αρθρώνεται με τον κόνδυλο της κάτω γνάθου. Η οπίσθια περιοχή του οστού αποτελεί μια κωνική προεξοχή, τη μαστοειδή απόφυση. Το λιθοειδές οστό σχηματίζει το κατώτερο και εσωτερικό μέρος του κ.ο. και διασχίζεται από την εσωτερική καρωτίδα και το προσωπικό νεύρο. Τέλος, το τυμπανικό οστό βρίσκεται κάτω από το λιθοειδές.
* * *ο, και κροτάφι, το (AM κρόταφος, Α και κόρταφος και κότραφος)1. το δεξιό και αριστερό πλάγιο τμήμα τού κεφαλιού από το μάτι ώς το αφτί, το μηλίγγιο (α. «τού έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο και τού ζήτησε τα χρήματα τού ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», Ομ. Ιλ.γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῡνται πρῶτον», Αριστοτ.)2. η στενότερη πλευρά στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.αρχ.1. η πλάγια όψη προσώπου, το προφίλ2. το πίσω μέρος τού βιβλίου3. η πλαγιά τού βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», Αισχύλ.)4. φρ. «κατὰ κρόταφον» — από τα πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόταφος συνδέεται με τον τ. κρότος και εμφανίζει επίθημα -φος (πρβλ. κόλα-φος). Η συχνή σύνδεση τής λ. με το κρότος οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «χτύπημα τών κροταφικών αρτηριών» — αυτού τού είδους όμως το χτύπημα δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως ισχυρός ήχος όπως είναι ο κρότος. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό χτύπημα, ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο χτύπημα, καθώς και το σημείο τού κεφαλιού που δέχεται αυτό το χτύπημα].
Dictionary of Greek. 2013.